γουλίζω

γουλίζω
μετ.
1) отбивать мясо осьминога; 2) глотать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γουλίζω" в других словарях:

  • γουλίζω — και γουλιάζω [γουλί] 1. χτυπώ το χταπόδι σε βράχο ή πλάκα για να γίνει τρυφερό 2. πίνω λίγο υγρό …   Dictionary of Greek

  • γουλιάζω — βλ. γουλίζω …   Dictionary of Greek

  • πιλώ — (I) έω, Α [πίλος] 1. κατασκευάζω πίλημα («τὸν πιληθέντα δι εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῡ... πέτασον», Ανθ. Παλ.) 2. συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», Αριστοτ. β. «σελήνην νέφος εἶναι πεπιλημένον», Πλούτ.) 3. καθιστώ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»